- φυξήλιος
- -ον, Ααυτός που αποφεύγει τον ήλιο, που θέλει σκιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ-ι- (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + ἥλιος (πρβλ. μισ-ήλιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυξήλιος — shunning the sun masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυξήλιον — φυξήλιος shunning the sun masc/fem acc sg φυξήλιος shunning the sun neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek